- μήλειος
- (I)-α, -ο (Α μήλειος, -ον, θηλ. και -εία)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπν-ειος, σύκ-ειος)].————————(II)μήλειος, -ον, θηλ. και -εία (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («μηλείων κρεῶν», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κατάλ. -ειος (πρβλ. λύγκ-ειος)].
Dictionary of Greek. 2013.